- υδροθεραπευτήριο
- το, Νσυγκρότημα εγκαταστάσεων κατάλληλων για υδροθεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + θεραπευτήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροθεραπευτήριο — το ειδικός χώρος με εγκαταστάσεις για υδροθεραπεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)